κορδυβαλλωδης

κορδυβαλλωδης
    κορδυβαλλώδης
    κορδυ-βαλλώδης
    2
    утоптанный трамбовкой, утрамбованный, плотно убитый
    

(πέδον Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κορδυβαλλωδης" в других словарях:

  • κορδυβαλλώδης — ῶδες (Α) (μόνο στη φρ.) «κορδυβαλλῶδες πέδον» (αντί κορδυλοβαλλώδες) ισοπεδωμένο έδαφος, πατημένο, χτυπημένο με κορδύλη*, με ρόπαλο, λιθόστρωτο (Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κορδυλο βαλλ ώδης < κορδύλη + βάλλ ω + κατάλ. ώδης η σίγηση τού λο με… …   Dictionary of Greek

  • κορδύλη — και κορδύλα και κορύδυλις, ἡ (Α) 1. ρόπαλο, κορύνη 2. οίδημα, όγκωμα, πρήξιμο 3. (στους Κυπρίους) κάλυμμα τού κεφαλιού, καλύπτρα, κεφαλόδεσμος 4. είδος τού ψαριού τόν(ν)ος, σκορδύλη* («ἐπακολουθοῡντες γὰρ ταῑς ἀγέλαις τῶν ιχθύων, κορδύλης τε καὶ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»